- ἀτμοειδές
- ἀτμοειδήςmasc/fem voc sgἀτμοειδήςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρόδρομον — τὸ, Α αυτό που περιέχει ατμό ή αυτό που μοιάζει ως προς την εμφάνιση και τη σύσταση με ατμό, ατμοειδές, ατμώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + δρόμος] … Dictionary of Greek